ἐγχείρημα

ἐγχείρημα
ἐγχείρημα
take
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εγχείρημα — το (AM ἐγχείρημα) 1. τόλμημα, απόπειρα 2. μικρή επίθεση με τοπική σημασία …   Dictionary of Greek

  • εγχείρημα — το, ατος 1. ό,τι επιχειρεί κανείς να πράξει, απόπειρα. 2. τόλμημα, ανδραγάθημα, παλικαριά. 3. (στρατ.), μικρή επιχείρηση τοπικής σημασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοὐγχείρημα — ἐγχείρημα , ἐγχείρημα take neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρημάτων — ἐγχείρημα take neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρήμασι — ἐγχείρημα take neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρήμασιν — ἐγχείρημα take neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρήματα — ἐγχείρημα take neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρήματι — ἐγχείρημα take neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρήματος — ἐγχείρημα take neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”